Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τὸ περιβεβλημένον

См. также в других словарях:

  • περιβεβλημένον — περιβάλλω throw round perf part mp masc acc sg (epic) περιβάλλω throw round perf part mp neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DIPLOIS — Gr. Διπλο̈ίς, pallium duplex, Cynicorum olim vestis. Antipater de Diogene (qui hinc Διπλοείματος dictus est) cui una pera, una Diplois. Et infra, Baculus et pera, καὶ διπλόον εἷμα. Latini duplicem pannum vocarunt. Horat. enim l. 1. Ep. 17. de… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • περιβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. θέτω, τοποθετώ κάτι ολόγυρα ή πάνω από κάτι άλλο 2. περικλείω, περικυκλώνω, ζώνω 3. καλύπτω, σκεπάζω κάτι ολόγυρα, επικαλύπτω, περικαλύπτω (α. «μέ περιβάλλει βαθύ σκοτάδι» β. «ἤδη γάρ με περιβάλλει σκότος», Ευρ.) 4. ντύνω, ενδύω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»